- αιθυλένιο
- το(χημ.), αέρια χημική οργανική ένωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αιθυλένιο — Ακόρεστος αλειφατικός υδρογονάνθρακας (C2Hsub4), πρώτο μέλος της σειράς των ολεφινών (βλ. λ.). Βρίσκεται ως συστατικό των φυσικών αερίων και μεταξύ των προϊόντων της πυρόλυσης του πετρελαίου. Μπορεί να παραχθεί και συνθετικά από την αιθυλική… … Dictionary of Greek
τετραβρωμ(ο)αιθυλένιο — το, Ν χημ. άκυκλη οργανική ένωση, άχρωμο κρυσταλλικό στερεό, που αποτελεί τετραβρωμιωμένο παράγωγο τού αιθυλενίου, παρασκευάζεται κατά την επίδραση βρωμίου στο διβρωμοακετυλένιο και χρησιμοποιείται σε οργανικές συνθέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… … Dictionary of Greek
τετραχλωρ(ο)αιθυλένιο — το, Ν χημ. άχρωμο, άκαυστο, εξαιρετικά σταθερό υγρό, βαρύτερο από το νερό, άκυκλη ακόρεστη οργανική ένωση, τετραχλωροπαράγωγο τού αιθυλενίου, το οποίο χρησιμοποιείται ως μέσον στεγνού καθαρισμού, για την απολίπανση μεταλλικών επιφανειών, καθώς… … Dictionary of Greek
τριχλωρ(ο)αιθυλένιο — το, Ν χημ. άκυκλη ακόρεστη οργανική ένωση, τριχλωροπαράγωγο τού αιθυλενίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. trichlorethylene < tri (< λατ. tres, tria, πρβλ. και τρεις) + chlor (βλ. λ. χλώριο) + ethylene (βλ. λ. αιθυλένιο)] … Dictionary of Greek
χλωροτριφθορ(ο)αιθυλένιο — το, Ν χημ. ακόρεστη οργανική ένωση, χλωροφθοράνθρακας, γνωστή και ως τριφθοροχλωρ(ο)αιθυλένιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chlorotrifluoroethylene] … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
αιθύλιο — Μονοσθενής οργανική ρίζα, του τύπου CH3 CH2 , που μπορεί να θεωρηθεί ότι προέρχεται από το αιθάνιο (CH3 CH3) αν αφαιρεθεί ένα υδρογόνο ή από την αιθυλική αλκοόλη (CH3 ΟΗ2ΟΗ) αν αφαιρεθεί ένα υδροξύλιο. Το α. ανήκει στην τάξη των αλκυλίων,… … Dictionary of Greek
ακόρεστος — Ο αχόρταγος, ο άπληστος, (αρχ.) αυτός που δεν προκαλεί κορεσμό, ο ακατάπαυστος. α. ατμός (Φυσ.). Ατμός που σε ορισμένη θερμοκρασία δεν περιέχει τη μέγιστη δυνατή ποσότητα της ουσίας στην αέρια φάση. Ο ατμός αυτός υπακούει, κατά προσέγγιση, στους… … Dictionary of Greek
ολεφίνες — Ακόρεστοι αλειφατικοί υδρογονάνθρακες (λέγονται και αλκυλένια) του γενικού τύπου CnH2n, οι οποίοι περιέχουν στο μόριό τους έναν ή περισσότερους διπλούς δεσμούς (σύμφωνα με την ορολογία της Γενεύης, η γενική ονομασία τους είναι αλκένια, με κοινή… … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek